- χειρότεροι
- χειρότεροςmasc nom/voc plχερείωνmcanermasc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαυροστάται — λαυροστάται, οἱ (Α) οι χορευτές τού αρχαίου δράματος τους οποίους τοποθετούσαν στον μεσαίο από τους τρεις στοίχους τού χορού, επειδή ήταν οι χειρότεροι, ώστε να είναι λιγότερο θεατοί από όσους παρακολουθούσαν το παιζόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σπουδασμένος — σπουδασμένος, η, ο και σπουδαγμένος, η, ο αυτός που έχει σπουδάσει, μορφωμένος: Οι σπουδαγμένοι είναι καμιά φορά χειρότεροι από τους αγράμματους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)